εξέδρα

εξέδρα
η (Α ἐξέδρα) [έδρα]
νεοελλ.
1. ξύλινο ή μετάλλινο κατασκεύασμα πάνω από τη θάλασσα που συνδέεται με την ξηρά και χρησιμεύει ως διάδρομος ή αποβάθρα
2. ξύλινο κατασκεύασμα που στηρίζεται σε μικρούς στύλους για να παρακολουθούν οι θεατές τελετές ή παραστάσεις
3. είδος κλιμακωτού εξώστη σε θέατρα, ιπποδρόμια κ.λπ.
4. αποχωρητήριο
αρχ.
1. στοά στα γυμνάσια που έχει καθίσματα («τοὺς μὲν ἐν σταθμοῑσιν ἱππικοῑσι, τοὺς δ' ἐν ἐξέδραισι», Ευρ.)
2. στοά με καθίσματα όπου συγκεντρώνονταν οι φιλόσοφοι και οι ρήτορες
3. θρανία στην πρόσοψη σπιτιών
4. πάγκος σε δημόσιο χώρο
5. αίθουσα («δύο ἐξέδραι ἐν τῇ αὐλῇ τῇ ἐσωτέρᾳ», ΠΔ)
6. αίθουσα τής Συγκλήτου στο θέατρο τού Πομπηίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐξέδρα — ἐξέδρᾱ , ἐξέδρα hall fem nom/voc/acc dual ἐξέδρᾱ , ἐξέδρα hall fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐκδιδράσκω run away aor ind act 3rd sg (epic) ἐξέδρᾱ , ἐκδιδράσκω run away aor ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέδρᾳ — ἐξέδραι , ἐξέδρα hall fem nom/voc pl ἐξέδρᾱͅ , ἐξέδρα hall fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξέδρα — η 1. ξύλινο ή μετάλλινο μόνιμο κατασκεύασμα πάνω από τη θάλασσα, που συγκοινωνεί με την ξηρά με διάδρομο και χρησιμεύει για αναψυχή ή για επιβιβάσεις και αποβιβάσεις. 2. λυόμενο και όχι μόνιμο κατασκεύασμα ξύλινο ή μετάλλινο με σχετικό ύψος ή σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔξεδρα — ἔξεδρος away from home neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέδρας — ἐξέδρᾱς , ἐξέδρα hall fem acc pl ἐξέδρᾱς , ἐξέδρα hall fem gen sg (attic doric aeolic) ἐκδιδράσκω run away aor ind act 2nd sg (epic) ἐξέδρᾱς , ἐκδιδράσκω run away aor ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέδραν — ἐξέδρᾱν , ἐξέδρα hall fem acc sg (attic doric aeolic) ἐκδιδράσκω run away aor ind act 3rd pl (epic) ἐξέδρᾱν , ἐκδιδράσκω run away aor ind act 3rd pl (doric) ἐκδιδράσκω run away aor ind act 1st sg (epic) ἐξέδρᾱν , ἐκδιδράσκω run away aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέδραι — ἐξέδρα hall fem nom/voc pl ἐξέδρᾱͅ , ἐξέδρα hall fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Экседра — (έξέδρα) y древних греков особое помещение в гимназиях, назначенное для собраний и бесед, род просторной и хорошо отделанной залы, иногда имевшей потолочное покрытие, иногда находившейся под открытым небом и в которой одна из стен образовывала… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ἐξεδρῶν — ἐξέδρα hall fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέδραις — ἐξέδρα hall fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”